δετός

δετός
-ή, -ό (AM δετός, -ή, -όν) [δω (δέω)]
1. αυτός ο οποίος μπορεί να δεθεί ή να συνδεθεί
2. ο δεμένος, ο δέσμιος
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο δετός
είδος χορού που τον χορεύουν πολλοί μαζί συμπλέκοντας τα χέρια
2. (για το σώμα και τα σαρκώδη μέλη του) ο σφιχτοδεμένος, ο μη πλαδαρός
3. ο πυκνός, ο σφιχτός («δετό σιρόπι»)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η δετή
δέσμη ξύλων, δαυλός από συνδεμένα ξύλα, δάδα, λαμπάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δετός — that may be bound masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δετός — ή, ό επίρρ. ά δεμένος: Τον μετέφεραν στις φυλακές δετό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δετόν — δετός that may be bound masc acc sg δετός that may be bound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δετοῖς — δετός that may be bound masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δετοί — δετός that may be bound masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δετῷ — δετός that may be bound masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δετ' — δετά̱ , δετή fem nom/voc/acc dual δετά̱ , δετή fem nom/voc sg (doric aeolic) δεταί , δετή fem nom/voc pl δετά , δετός that may be bound neut nom/voc/acc pl δετά̱ , δετός that may be bound fem nom/voc/acc dual δετά̱ , δετός that may be bound fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμαντόδετος — ἱμαντόδετος, ον (Α) δεμένος με ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + δετος (< δετός < δέω), πρβλ. λινό δετος, σχοινό δετος] …   Dictionary of Greek

  • ισχυρόδετος — ἰσχυρόδετος, ον (Α) δεμένος ισχυρά, δεμένος γερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αυτό δετος, λινό δετος] …   Dictionary of Greek

  • κηρόδετος — η, ο (Α κηρόδετος, ον) αυτός που συγκρατείται με κερί, ο συναρμοσμένος ή συγκολλημένος με κερί αρχ. φρ. «κηρόδετον πνεῡμα» το φύσημα τού αυλού ο οποίος είχε συναρμοστεί με κερί (Θεόκρ.). επίρρ... κηρόδετα με κηρόδετο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”